γκερντάνι
Смотреть что такое "γκερντάνι" в других словарях:
γκερντάνι — το 1. βλ. γιορντάνι 2. προγούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan «λαιμός, περιδέραιο»] … Dictionary of Greek
γιορντάνι — και γιουρντάνι και γκερντάνι, το περιδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gerdan ή gerden «το μπροστινό μέρος του λαιμού»] … Dictionary of Greek